Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

Πολιτική ή δικαστική απόφαση;


“Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Νοεμβρίου 2017”, μονομελές Τμήμα του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας, “για να δικάσει την προσφυγή – αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 28.8.2012, του ... κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία ΤΑΥΤΕΚΩ ως καθολικού διαδόχου του ΤΑΠΕΤΕ και ήδη ΕΤΕΑΕΠ”, σχετικά με την περικοπή της εφάπαξ παροχής “λόγω εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 4024/2011 (Α’ 226)”.
Η απόφαση δημοσιεύτηκε την περίοδο των εορτών, στις 24.12.2017, σε χρόνο ρεκόρ για τα συνήθη εγχώρια δικαστικά δεδομένα, με καταληκτικό δικαίωμα άσκησης έφεσης το τέλος του τρέχοντος μήνα.
Το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή – αγωγή, η οποία, σημειωτέον, εκδικάστηκε σε δημόσια συνεδρίαση, λόγω της έγκαιρης κατάθεσής της. Οι μεταγενέστερες, όπως με ενημέρωσαν, αποσύρθηκαν και δικάστηκαν σε συμβούλιο, χωρίς κλήτευση των διαδίκων. Η απόρριψη στηρίζεται στην 734/2016 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, με την οποία “κρίθηκε, μεταξύ άλλων, η συνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 [1] του ν. 4024/2011, με τις οποίες επήλθαν μειώσεις στο χορηγούμενο στους ασφαλισμένους του ΤΑΠ-ΕΤΕ εφάπαξ βοήθημα. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι οι περικοπές του εφάπαξ βοηθήματος που επήλθαν δυνάμει των άρθρων 2 παρ. 6 του ν. 4024/2011 (Α’ 226) εντάσσονται, μαζί με τις περικοπές στις κύριες και επικουρικές συντάξεις, σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα αφενός για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της Χώρας και, αφετέρου, για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, χάριν της βιωσιμότητάς του, μεταρρύθμιση η οποία ευρίσκει έρεισμα στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η θέσπιση δε των περικοπών αυτών εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και όχι απλώς το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης”.
Οι δε διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 4024/2011, προέβλεπαν, μεταξύ άλλων, ότι “Στους ασφαλισμένους του Τομέα Πρόνοιας του Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας του ΤΑΥΤΕΚΩ που εξήλθαν ή θα εξέλθουν της Υπηρεσίας από 1.8.2011 και μετά το ποσό του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγεί το Ταμείο αυτό, σύμφωνα με τις καταστατικές του διατάξεις, μειώνεται κατά ποσοστό 30% σε όσους δεν έχει εκδοθεί η σχετική απόφαση χορήγησης του εφάπαξ βοηθήματος”.

Το δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι “δεν παραβιάζεται ούτε η αρχή της ανταποδοτικότητας αλλά ούτε και η αρχή της ισότητας ... δεν παραβιάζεται ούτε η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, κατά την οποία οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεών τους[2] και επίσης, ότι “η για το παρελθόν μείωση της ανωτέρω εφάπαξ παροχής είναι σύμφωνη με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και με το άρθρο 17 του Συντάγματος, καθόσον ... είναι, κατ΄αρχήν, συμβατή με το εσωτερικό ελληνικό δίκαιο ... δεν συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση της περιουσίας των ασφαλισμένων του Ταμείου ούτε με αυτήν ανατρέπεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος αυτών, αφού η μείωση αυτή έγινε για τους προεκτεθέντες σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος”.
Ουσιαστικά, πρόκειται για μια πολιτική απόφαση, η οποία απαξιώνει και υποβαθμίζει το ρόλο της δικαιοσύνης, επαναλαμβάνει αυτούσια την κυβερνητική ρητορική και την επιχειρηματολογία των μνημονιακών ρυθμίσεων και υιοθεεί πλήρως το πνεύμα και το γράμμα του νόμου και της σχετικής απόφασης του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακυρώνοντας ουσιαστικά ασφαλιστικά μας δικαιώματα.
Χαρακτηριστικά εξάλλου είναι και τα παρακάτω αποσπάσματα:
- “η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή, η οποία ... εντάσσεται στο δημοσιονομικό – διαρθρωτικό σκέλος της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης ... αιτιολογείται προσηκόντως, κατά τα λοιπά δε, εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, αντικείμενο του οποίου είναι μόνο η υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος” και
- “για την επιβολή των επίμαχων περικοπών δεν απαιτείτο η εκπόνηση οικονομικής ή αναλογιστικής μελέτης, διότι σύνταξη τέτοιας μελέτης απαιτείται πριν από τη λήψη νομοθετικών επεμβάσεων σε ασφαλιστικούς οργανισμούς και χάριν της βιωσιμότητας αυτών και, πάντως, σύνταξη οικονομικής ή αναλογιστικής μελέτης δεν απαιτείται, όταν πρόκειται να ληφθούν μέτρα που έχουν και δημοσιονομικό χαρακτήρα, όπως οι επίμαχες περικοπές
Ασφαλώς, η απόφαση δημιουργεί εύλογες απορίες για το διακριτό (;) ρόλο της δικαιοσύνης έναντι της πολιτικής εξουσίας. Στο εξής, κάθε φορά λοιπόν που θα λαμβάνονται μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα θα είναι δυνατή και η απαξίωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων μας!

Αν και θα ήθελα παρόλα αυτά να εξαντλήσω την προβλεπόμενη δικαστική διαδικασία, εστιάζοντας στα επιχειρήματα που αναδεικνύουν επί της ουσίας τα ασφαλιστικά δικαιώματα, δυστυχώς δε μπορώ να το κάνω. Οι μνημονιακές νομοθετικές ρυθμίσεις, δεν είναι οι μόνες που υπονόμευσαν και υπονομεύουν τα δικαιώματά μας. Παράλληλες αλλαγές στη δικαστική διαδικασία, αύξησαν σημαντικά το οικονομικό κόστος (πολλαπλασιασμός παραβόλων, πιθανή επιδίκαση δικαστικών εξόδων) και καθιστούν δυσκολότερη την εξάντληση όλων των ένδικων μέσων και διαδικασιών. Ιδιαίτερα όταν επίκειται, στα μέσα Απριλίου, και η εκδίκαση της προσφυγής που κατέθεσα τον Απρίλιο του 2013, μαζί και με άλλους συναδέλφους, κατά των περικοπών των συντάξιμων αποδοχών μου.
Αρνητικά λειτουργεί ασφαλώς και το γεγονός ότι είναι ελάχιστες πλέον οι πιθανότητες θετικής έκβασης μιας ενδεχόμενης έφεσης, αφού το ΣτΕ δύσκολα θα ανατρέψει την προηγούμενη απόφασή του, για τη συνταγματικότητα των συγκεκριμένων διατάξεων. Ζήτημα που θεωρείται ότι έχει ήδη επιλυθεί και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Εξάλλου, έχει το δικαίωμα να επικαλεστεί και αναρμοδιότητα, αφού δικάζει ποσά μεγαλύτερα από αυτό της δικής μου περίπτωσης.

Γίνεται φανερό ότι, παρόμοιες δικαστικές διεκδικήσεις, απαιτούν συλλογική αντιμετώπιση. Η οποία προϋποθέτει ουσιαστική επιστημονική υποστήριξη (από ένα επιτελείο έμπειρων νομικών συμβούλων), τεκμηρίωση, κατάλληλη προετοιμασία της τακτικής και σχεδιασμό της στρατηγικής για την επίτευξη του στόχου, που δε μπορεί να είναι άλλος από τη διασφάλιση των ασφαλιστικών μας δικαιωμάτων. Προϋποθέσεις, που υπερβαίνουν τις δυνατότητες των μεμονωμένων, επιμέρους και αποσπασματικών προσφυγών - αγωγών. Απαιτούν το συντονιστικό ρόλο ενός επιτελικού οργάνου, όπως είναι π.χ. ο Σύλλογος, ο οποίος δυστυχώς, παρέμενε και εξακολουθεί να παραμένει απαθής θεατής των εξελίξεων, με αποτέλεσμα τη συνολική και συλλογική αποτυχία.
Απουσίαζε κι εξακολουθεί να απουσιάζει εμφανώς, η αναγκαία χαρτογράφηση και καταγραφή των μεμονωμένων και αποσπασματικών αγωγών – προσφυγών, για τη διεκδίκηση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων μας.
Απουσίαζαν και εξακολουθούν να απουσιάζουν επίσης, η αξιόπιστη μελέτη, η τεκμηρίωση και η επιστημονική υποστήριξη, για τη διαμόρφωση ενός κοινά αποδεκτού διεκδικητικού πλαισίου.
Απουσίαζαν και εξακολουθούν να απουσιάζουν τέλος, η ενοποίηση, ο σχεδιασμός της τακτικής, ο συλλογικός προγραμματισμός και η στρατηγική των δικαστικών, και όχι μόνο, διεκδικήσεων.
Είναι σίγουρο ότι οι αποσπασματικές, επιμέρους και μεμονωμένες δικαστικές διεκδικήσεις, που έγιναν ακριβώς λόγω των παραπάνω ελλείψεων και αδυναμιών, λειτούργησαν και λειτουργούν αρνητικά, αφού δεν εντάσσονται σε μια συνολική συλλογική και, για το λόγο αυτό, αποτελεσματική τακτική και στρατηγική διεκδίκηση.
Είναι βέβαιο ότι χρειαζόμαστε μια διαφορετική τακτική για την επίτευξη των στρατηγικών μας στόχων!

Πεύκα, 21.2.2018
κ.ξ.


Σημειώσεις:

[1] Πρόκειται για αναριθμητισμό. Εννοεί το άρθρο 2 παρ. 6, αφού το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 4024/2011, αναφέρεται στο Σύστημα Βαθμολογικής Κατάταξης στην εκπαίδευση.
[2] Παρά το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες, αλλά και άλλες παρόμοιες διατάξεις, που κατακρεούργησαν εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, αφορούν, μεροληπτικά και κατά αποκλειστικότητα, εργαζόμενους και συνταξιούχους!